- ήκιστος
- (I)ἤκιστος, -η, -ον (Α) [ήκα](υπερθ. επίθ. από το επίρρ. ήκα) πάρα πολύ αργός, ασθενέστατος, αδρανέστατος στην οδήγηση άρματος (ἤκιστος δ' ἦν αὐτὸς ἐλαυνέμεν ἅρμ' ἐν ἀγώνι», Ομ. Ιλ.).————————(II)ἥκιστος, -η, -ον (Α)1. (ως υπερθ. τού μικρός, τού κακός και τού ολίγος) ελάχιστος, ασθενέστατος2. (ως υπερθ. τού κακός) κάκιστος, χείριστος.επίρρ...ήκιστα (AM ἥκιστα)(υπερθ. τού ολίγον)·1. ελάχιστα, μόλις, ανεπαίσθητα2. συνεκδ. ουδόλως, καθόλου, διόλου («είναι ήκιστα συνεπής στις υποσχέσεις του»)αρχ.φρ. «οὐχ ἥκιστα»(ως σχήμα λιτότητας) προπάντων, μάλιστα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήκα].
Dictionary of Greek. 2013.